- τέθριππος
- τέθριππος1 with four horses
ἅρματι τεθρίππῳ I. 1.14
pro subs.ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἅρματι τεθρίππῳ I. 1.14
pro subs.ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τέθριππος — with four horses yoked abreast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek
τέθριππον — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem acc sg τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίπποις — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίπποισι — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίππου — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίππους — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίππων — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρίππῳ — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθριππα — τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθριπποι — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)